ὀχύρωμα

ὀχύρωμα
-ατος + τό N 3 4-7-15-12-35=73 Gn 39,20(bis); 40,14; 41,14; JosA 19,29
stronghold, fortress 2 Sm 22,2; prison Gn 39,20; fortress (metaph.) Prv 10,29
*DnTh 11,43 ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν αὐτῶν in their strongholds-מצודיו/ב for MT מצעדיו/ב in his steps
Cf. HARL 1986a, 269; LEE, J. 1983, 68; WEVERS 1993, 660; →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • οχύρωμα — το, ατος έργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες …   Dictionary of Greek

  • ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”